πελλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πελλός η πελλή το πελλό
      γενική του πελλού της πελλής του πελλού
    αιτιατική τον πελλό την πελλή το πελλό
     κλητική πελλέ πελλή πελλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πελλοί οι πελλές τα πελλά
      γενική των πελλών των πελλών των πελλών
    αιτιατική τους πελλούς τις πελλές τα πελλά
     κλητική πελλοί πελλές πελλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πελλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελός  και δείτε τη λέξη πελελός

Επίθετο

πελλός

Μεταφράσεις

Πηγές



Κυπριακά (el-cyp)

Ετυμολογία

πελλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πελελός  και δείτε τη λέξη πελελός

Επίθετο

πελλός (κυπριακά)

Εκφράσεις

  • ο πελλός που ασχολείται: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) τελειωτικό σχόλιο που χρησιμοποιείται σε διαφωνίες αποδίδοντας το νόημα «εγώ φταίω που ασχολούμαι μαζί σου»

Συγγενικά

(Χρειάζεται έλεγχο)

  • πελλαμένος
  • πελλή
  • πελλόν
  • πελλάρα
  • πελλανίσκω

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πελλός < περικοπή του πελ(ε)λός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: κυπριακά: πελλός

Επίθετο

πελλός

  1. τρελός
     συνώνυμα: πελελός, πελλιασμένος
  2. απερίσκεπτος, παράλογος
     συνώνυμα: πελελός

Παράγωγα

  • πελλάρα
  • πελλικά (επίρρημα)
  • πελλικός
  • πιθανόν πελλανίσκω & παράγωγα

Σύνθετα

  • πελλοκαλόγηρος

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πελλός πελλή τὸ πελλόν
      γενική τοῦ πελλοῦ τῆς πελλῆς τοῦ πελλοῦ
      δοτική τῷ πελλ τῇ πελλ τῷ πελλ
    αιτιατική τὸν πελλόν τὴν πελλήν τὸ πελλόν
     κλητική ! πελλέ πελλή πελλόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πελλοί αἱ πελλαί τὰ πελλᾰ́
      γενική τῶν πελλῶν τῶν πελλῶν τῶν πελλῶν
      δοτική τοῖς πελλοῖς ταῖς πελλαῖς τοῖς πελλοῖς
    αιτιατική τοὺς πελλούς τὰς πελλᾱ́ς τὰ πελλᾰ́
     κλητική ! πελλοί πελλαί πελλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πελλώ τὼ πελλᾱ́ τὼ πελλώ
      γεν-δοτ τοῖν πελλοῖν τοῖν πελλαῖν τοῖν πελλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πελλός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πελλός, -ή, -όν

Παράγωγα

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.