ἀργός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀργός | ἡ | ἀργή | τὸ | ἀργόν |
| γενική | τοῦ | ἀργοῦ | τῆς | ἀργῆς | τοῦ | ἀργοῦ |
| δοτική | τῷ | ἀργῷ | τῇ | ἀργῇ | τῷ | ἀργῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἀργόν | τὴν | ἀργήν | τὸ | ἀργόν |
| κλητική ὦ! | ἀργέ | ἀργή | ἀργόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀργοί | αἱ | ἀργαί | τὰ | ἀργᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἀργῶν | τῶν | ἀργῶν | τῶν | ἀργῶν |
| δοτική | τοῖς | ἀργοῖς | ταῖς | ἀργαῖς | τοῖς | ἀργοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἀργούς | τὰς | ἀργᾱ́ς | τὰ | ἀργᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἀργοί | ἀργαί | ἀργᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀργώ | τὼ | ἀργᾱ́ | τὼ | ἀργώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀργοῖν | τοῖν | ἀργαῖν | τοῖν | ἀργοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀργός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ- (λευκός)
Επίθετο
ἀργός, -ή, -όν
Συγγενικά
Επίθετο
ἀργός, -ή, -όν
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἀργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.