ἄργυρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄργυρος οἱ ἄργυροι
      γενική τοῦ ἀργύρου τῶν ἀργύρων
      δοτική τῷ ἀργύρ τοῖς ἀργύροις
    αιτιατική τὸν ἄργυρον τοὺς ἀργύρους
     κλητική ! ἄργυρε ἄργυροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀργύρω
γεν-δοτ τοῖν  ἀργύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄργυρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂erǵ-. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀀𐀓𐀫 (a-ku-ro), λατινική argentum, σανσκριτική अर्जुन (árjuna), παλαιά αρμενική արծաթ (arcat)

Ουσιαστικό

ἄργυρος αρσενικό

  1. (μεταλλουργία) ο άργυρος
  2. (νομίσματα) χρήματα σε αργυρά νομίσματα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.