λελέκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λελέκι | τα | λελέκια |
| γενική | του | λελεκιού | των | λελεκιών |
| αιτιατική | το | λελέκι | τα | λελέκια |
| κλητική | λελέκι | λελέκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λελέκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لیلك (leylek) (τουρκική leylek) + -ι,[1] προφορικός τύπος του لكلك (leklek) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /leˈle.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐λέ‐κι
Μεταφράσεις
λελέκι
|
Αναφορές
- λελέκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Δείτε και لكلك στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.