μαυροπελαργός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαυροπελαργός | οι | μαυροπελαργοί |
| γενική | του | μαυροπελαργού | των | μαυροπελαργών |
| αιτιατική | τον | μαυροπελαργό | τους | μαυροπελαργούς |
| κλητική | μαυροπελαργέ | μαυροπελαργοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαυροπελαργός αρσενικό
- (πτηνό) πελαργός με μαύρο πτέρωμα
Συνώνυμα
- μαυρολέλεκας
Σημειώσεις
- οι μαυροπελαργοί απαντώνται σπανιότερα των λευκοπελαργών επειδή δεν αναπαράγονται κοντά σε οικισμούς
Μεταφράσεις
μαυροπελαργός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.