πελάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πελάτης οι πελάτες
      γενική του πελάτη των πελατών
    αιτιατική τον πελάτη τους πελάτες
     κλητική πελάτη πελάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελάτης < αρχαία ελληνική πελάτης < πελάζω < πέλας < πρωτοελληνική *pélas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pélh₂-s < *pelh₂- (πλησιάζω)

Ουσιαστικό

πελάτης αρσενικό (θηλυκό: πελάτισσα)

  1. απόγονος απελευθέντων δούλων ή ξένοι που κατοικούσαν μόνιμα στην αρχαία Ρώμη
  2. ο εξυπηρετούμενος, ο αγοραστής που επισκέπτεται ένα κατάστημα ή έναν ελεύθερο επαγγελματία για να αγοράσει αγαθά ή υπηρεσίες
  3. αυτός που συχνάζει σε ένα κατάστημα
  4. (πληροφορική) πρόγραμμα-πελάτης, υπολογιστής-πελάτης: ο υπολογιστής ή το πρόγραμμα που επικοινωνεί με έναν εξυπηρετητή (server), για να αντλήσει δεδομένα. Το ποιο γνωστό σε όλους πρόγραμμα πελάτης είναι ο φυλλομετρητής (web browser)
     αντώνυμα: εξυπηρετητής, διακομιστής, σέρβερ
    υπερώνυμα: (αρχιτεκτονική) πελάτης-εξυπηρετητής
    υπώνυμα: περιηγητής (web browser)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.