πελατειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πελατειακός | η | πελατειακή | το | πελατειακό |
| γενική | του | πελατειακού | της | πελατειακής | του | πελατειακού |
| αιτιατική | τον | πελατειακό | την | πελατειακή | το | πελατειακό |
| κλητική | πελατειακέ | πελατειακή | πελατειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πελατειακοί | οι | πελατειακές | τα | πελατειακά |
| γενική | των | πελατειακών | των | πελατειακών | των | πελατειακών |
| αιτιατική | τους | πελατειακούς | τις | πελατειακές | τα | πελατειακά |
| κλητική | πελατειακοί | πελατειακές | πελατειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πελατειακός < πελατεί(α) + -ακός[1]
Επίθετο
πελατειακός, -ή, -ό
- σχετικός με την πελατεία ή με τον πελάτη
- (πολιτική) που αποσκοπεί στην αύξηση της επιρροής κάποιου χάρη σε δημαγωγικά μέσα ή την διανομή προνομίων
Μεταφράσεις
πελατειακός
Αναφορές
- πελατειακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.