εξυπηρετούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξυπηρετούμενος η εξυπηρετούμενη το εξυπηρετούμενο
      γενική του εξυπηρετούμενου της εξυπηρετούμενης του εξυπηρετούμενου
    αιτιατική τον εξυπηρετούμενο την εξυπηρετούμενη το εξυπηρετούμενο
     κλητική εξυπηρετούμενε εξυπηρετούμενη εξυπηρετούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξυπηρετούμενοι οι εξυπηρετούμενες τα εξυπηρετούμενα
      γενική των εξυπηρετούμενων των εξυπηρετούμενων των εξυπηρετούμενων
    αιτιατική τους εξυπηρετούμενους τις εξυπηρετούμενες τα εξυπηρετούμενα
     κλητική εξυπηρετούμενοι εξυπηρετούμενες εξυπηρετούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.pi.ɾeˈtu.me.nos/

Μετοχή

εξυπηρετούμενος




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.