client
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| client | clients |
Ουσιαστικό
client (en)
- ο πελάτης
- (πληροφορική) η συντόμευση του client application
- (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που ζητά υπηρεσίες (πχ. πληροφορίες) από έναν εξυπηρετητή (server)
- ≠ αντώνυμα: server
- υπερώνυμα: (αρχιτεκτονική) client-server
- υπώνυμα: client-side, client application
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | client | clients |
| θηλυκό | cliente | clientes |
client (fr)
- ο πελάτης
- (πληροφορική) ο πελάτης, πρόγραμμα ή υπολογιστής που εξυπηρετείται από έναν εξυπηρετητή (serveur)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.