πελάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
πελάζω
- αττικός τύπος : πελάθω
- ποιητικός τύπος: πελάω
- ποιητικός τύπος: πλάθω
Εκφράσεις
- βρόχῳ δέρην πελάζω
- ἔπος ἀδάμαντι πελάζω
- δεσμοῖς τινὰ πελάζω: καθιστώ κάποιον δέσμιο
- κράτει τινὰ πελάζω: κάνω κάποιον να νικήσει, κάνω κάποιον να επικρατήσει
- πελάζω τινὰ χθονί: σκοτώνω κάποιον
- πελάζω τινὰ ὀδύναις: κάνω κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει
- πελάζω θαλάσσῃ στῆθος: κολυμπώ
Παροιμίες
- ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτων, Συμπόσιον 195b)
- αντιστοιχεί στο νεοελληνικό «όνος όνο τρίβει»
Συγγενικά
θέμα παλ-
θέμα πελα-
- ἀπροσπέλαστος
- πέλας
- πέλασις
- πελαστής
- πελάτης
- πελατικός
- πελάτις
- προσπέλασις
θέμα πελε-
- πελεμίζω > πόλεμος
θέμα πλη-
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: μελλ. πελῶ
- ποιητικός τύπος: μελλ. πελάσω, πελάσσω
- επικός τύπος : αόρ. πέλασα, ἐπέλασσα, πέλασσα
- ιωνικός τύπος : μέση φωνή ευκτική αόρ. α' γ' πληθ. πελασαίατο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. ἐπελάσσατο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' πληθ. πέλασθεν
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. πελάσθη
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. ἔπλητο, πλῆτο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' πληθ. ἔπληντο, πλῆντο
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πελάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.