δεδομένα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δεδομένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής δεδομένος

Ουσιαστικό

δεδομένα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, σε δυαδική μορφή που εισάγονται προς επεξεργασία σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή προβάλλονται ως έξοδος σε μια περιφερειακή συσκευή
  2. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, που έχουν λάβει δυαδική μορφή και έχουν αποθηκευτεί σε σκληρό δίσκο ή άλλο μέσο.
    μου χτύπησε ο σκληρός και έχασα όλα τα δεδομένα μου

Σημειώσεις

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.