server

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɜːvə/
ΔΦΑ : /ˈsɝvɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

server (en)

  1. σερβιτόρος
  2. (πληροφορική) εξυπηρετητής, διακομιστής, σέρβερ
     δείτε τη λέξη client-server

Αντώνυμα

  • (πληροφορική) client

Συγγενικά

  • serverless

Υπερώνυμα

  • (δίκτυο υπολογιστών) host

Υπώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • server στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.