πελατολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πελατολόγιο τα πελατολόγια
      γενική του πελατολόγιου
& πελατολογίου
των πελατολόγιων
& πελατολογίων
    αιτιατική το πελατολόγιο τα πελατολόγια
     κλητική πελατολόγιο πελατολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελατολόγιο < πελάτ(ης) + -ο- + -λόγιο

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.la.toˈlo.ʝi.o/

Ουσιαστικό

πελατολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος που περιλαμβάνει όλους τους πελάτες ενός καταστήματος, μιας επιχείρησης κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.