διακομιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διακομιστής | οι | διακομιστές |
| γενική | του | διακομιστή | των | διακομιστών |
| αιτιατική | τον | διακομιστή | τους | διακομιστές |
| κλητική | διακομιστή | διακομιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακομιστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακομιστής (αγγελιοφόρος) < αρχαία ελληνική διακομίζω < δια- + κομίζω
- (εξυπηρετητής, ο σέρβερ): σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική server
- (εταιρεία–πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου) σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική carrier[1] ή σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική provider
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.ko.miˈstis/ & /ðʝa.ko.miˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κο‐μι‐στής ή δια‐κο‐μι‐στής
Ουσιαστικό
διακομιστής αρσενικό
- αυτός που διακομίζει, που μεταφέρει
- (πληροφορική, νεολογισμός) o εξυπηρετητής, ο σέρβερ
- (πληροφορική, παρωχημένο, σπάνιο) εταιρεία–πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου
Υπώνυμα
Μεταφράσεις
- → δείτε τις λέξεις εξυπηρετητής, σέρβερ και πάροχος
Αναφορές
- διακομιστής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διακομιστής | οἱ | διακομισταί |
| γενική | τοῦ | διακομιστοῦ | τῶν | διακομιστῶν |
| δοτική | τῷ | διακομιστῇ | τοῖς | διακομισταῖς |
| αιτιατική | τὸν | διακομιστήν | τοὺς | διακομιστᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διακομιστᾰ́ | διακομισταί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακομιστᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διακομισταῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διακομιστής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακομίζω, διακομισ- + -τής → δείτε τη λέξη κομίζω
Ουσιαστικό
διακομιστής αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που μεταφέρει γράμματα, μηνύματα, ιερά κηρύγματα
Πηγές
- διακομιστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.