αγοραστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγοραστής οι αγοραστές
      γενική του αγοραστή των αγοραστών
    αιτιατική τον αγοραστή τους αγοραστές
     κλητική αγοραστή αγοραστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγοραστής < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή ἀγοραστής < αρχαία ελληνική σημασία: δούλος που έκανε τις αγορές [1]  δείτε τη λέξη ἀγορά

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγοραστής

Ουσιαστικό

αγοραστής αρσενικό, αγοράστρια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αγοραστής

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.