πειθαρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πειθαρχία οι πειθαρχίες
      γενική της πειθαρχίας των πειθαρχιών
    αιτιατική την πειθαρχία τις πειθαρχίες
     κλητική πειθαρχία πειθαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειθαρχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειθαρχία < πειθαρχέω < πείθω + ἄρχω

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.θaɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πειθαρχία

Ουσιαστικό

πειθαρχία θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πειθαρχώ, πείθω και άρχω

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πειθαρχί αἱ πειθαρχίαι
      γενική τῆς πειθαρχίᾱς τῶν πειθαρχιῶν
      δοτική τῇ πειθαρχί ταῖς πειθαρχίαις
    αιτιατική τὴν πειθαρχίᾱν τὰς πειθαρχίᾱς
     κλητική ! πειθαρχί πειθαρχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πειθαρχί
γεν-δοτ τοῖν  πειθαρχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πειθαρχία < πειθαρχ(έω) + -ία < πείθω + ἄρχω

Ουσιαστικό

πειθαρχία θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πειθαρχέω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.