πειθαρχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πειθαρχία | οι | πειθαρχίες |
| γενική | της | πειθαρχίας | των | πειθαρχιών |
| αιτιατική | την | πειθαρχία | τις | πειθαρχίες |
| κλητική | πειθαρχία | πειθαρχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πειθαρχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πειθαρχία < πειθαρχέω < πείθω + ἄρχω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.θaɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐θαρ‐χί‐α
Ουσιαστικό
πειθαρχία θηλυκό
Εκφράσεις
- στρατιωτική πειθαρχία: η αυστηρή υπακοή και τήρηση κάποιων κανόνων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υπακοή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πειθαρχίᾱ | αἱ | πειθαρχίαι |
| γενική | τῆς | πειθαρχίᾱς | τῶν | πειθαρχιῶν |
| δοτική | τῇ | πειθαρχίᾳ | ταῖς | πειθαρχίαις |
| αιτιατική | τὴν | πειθαρχίᾱν | τὰς | πειθαρχίᾱς |
| κλητική ὦ! | πειθαρχίᾱ | πειθαρχίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πειθαρχίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πειθαρχίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πειθαρχέω
Πηγές
- πειθαρχία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειθαρχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.