πειθαρχικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πειθαρχικά
<
πειθαρχικός
Επίρρημα
πειθαρχικά
με
πειθαρχικό
τρόπο
(
λόγιο
)
πειθαρχικώς
Μεταφράσεις
πειθαρχικά
γαλλικά
:
avec
(fr)
discipline
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πειθαρχικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πειθαρχικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.