υπακοή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπακοή οι υπακοές
      γενική της υπακοής
    αιτιατική την υπακοή τις υπακοές
     κλητική υπακοή υπακοές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπακοή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπακοή < ὑπακούω. Μορφολογικά αναλύεται σε υπ- + ακοή

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pa.koˈi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπακοή

Ουσιαστικό

υπακοή θηλυκό

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις υπακούω, υπό και ακούω

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.