πειθαρχημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πειθαρχημένος | η | πειθαρχημένη | το | πειθαρχημένο |
| γενική | του | πειθαρχημένου | της | πειθαρχημένης | του | πειθαρχημένου |
| αιτιατική | τον | πειθαρχημένο | την | πειθαρχημένη | το | πειθαρχημένο |
| κλητική | πειθαρχημένε | πειθαρχημένη | πειθαρχημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πειθαρχημένοι | οι | πειθαρχημένες | τα | πειθαρχημένα |
| γενική | των | πειθαρχημένων | των | πειθαρχημένων | των | πειθαρχημένων |
| αιτιατική | τους | πειθαρχημένους | τις | πειθαρχημένες | τα | πειθαρχημένα |
| κλητική | πειθαρχημένοι | πειθαρχημένες | πειθαρχημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.θaɾ.çiˈme.nos/
Μετοχή
πειθαρχημένος -η -ο
- αυτός που δείχνει αυτοπειθαρχία, που λειτουργεί με σύστημα, πρόγραμμα, οργανωμένα, με αυτοσυγκράτηση, κανόνες και όρια όχι αυθόρμητα και παρορμητικά
Αντώνυμα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πειθαρχημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.