τήρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τήρηση οι τηρήσεις
      γενική της τήρησης* των τηρήσεων
    αιτιατική την τήρηση τις τηρήσεις
     κλητική τήρηση τηρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τήρηση < αρχαία ελληνική τήρησις < τηρέω / τηρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtiɾisi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τήρηση

Ουσιαστικό

τήρηση θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τηρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.