πειθαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πειθαρχικός | η | πειθαρχική | το | πειθαρχικό |
| γενική | του | πειθαρχικού | της | πειθαρχικής | του | πειθαρχικού |
| αιτιατική | τον | πειθαρχικό | την | πειθαρχική | το | πειθαρχικό |
| κλητική | πειθαρχικέ | πειθαρχική | πειθαρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πειθαρχικοί | οι | πειθαρχικές | τα | πειθαρχικά |
| γενική | των | πειθαρχικών | των | πειθαρχικών | των | πειθαρχικών |
| αιτιατική | τους | πειθαρχικούς | τις | πειθαρχικές | τα | πειθαρχικά |
| κλητική | πειθαρχικοί | πειθαρχικές | πειθαρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πειθαρχικός < αρχαία ελληνική πειθαρχικός
Επίθετο
πειθαρχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την πειθαρχία ή αναφέρεται σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) πειθαρχικό: συμβούλιο, όργανο ή σώμα, που τα μέλη του επιβάλλουν ποινές
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πειθαρχικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.