πειθαρχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειθαρχικός η πειθαρχική το πειθαρχικό
      γενική του πειθαρχικού της πειθαρχικής του πειθαρχικού
    αιτιατική τον πειθαρχικό την πειθαρχική το πειθαρχικό
     κλητική πειθαρχικέ πειθαρχική πειθαρχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειθαρχικοί οι πειθαρχικές τα πειθαρχικά
      γενική των πειθαρχικών των πειθαρχικών των πειθαρχικών
    αιτιατική τους πειθαρχικούς τις πειθαρχικές τα πειθαρχικά
     κλητική πειθαρχικοί πειθαρχικές πειθαρχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πειθαρχικός < αρχαία ελληνική πειθαρχικός

Επίθετο

πειθαρχικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με την πειθαρχία ή αναφέρεται σ' αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πειθαρχικό: συμβούλιο, όργανο ή σώμα, που τα μέλη του επιβάλλουν ποινές

Ουσιαστικό

πειθαρχικός αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.