πειθαρχώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πειθαρχώ < αρχαία ελληνική πειθαρχέω (πείθομαι σε μία ἀρχή, σε μια εξουσία)
Ρήμα
πειθαρχώ (αμετβ.)
- υπακούω σε εντολές που δέχομαι από κάποιον ανώτερο
- επιβάλλω στον εαυτό μου να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα, να κάνει κάτι ή να αποφύγει κάτι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πειθαρχώ | πειθαρχούσα | θα πειθαρχώ | να πειθαρχώ | πειθαρχώντας | |
| β' ενικ. | πειθαρχείς | πειθαρχούσες | θα πειθαρχείς | να πειθαρχείς | (πειθάρχει) | |
| γ' ενικ. | πειθαρχεί | πειθαρχούσε | θα πειθαρχεί | να πειθαρχεί | ||
| α' πληθ. | πειθαρχούμε | πειθαρχούσαμε | θα πειθαρχούμε | να πειθαρχούμε | ||
| β' πληθ. | πειθαρχείτε | πειθαρχούσατε | θα πειθαρχείτε | να πειθαρχείτε | πειθαρχείτε | |
| γ' πληθ. | πειθαρχούν(ε) | πειθαρχούσαν(ε) | θα πειθαρχούν(ε) | να πειθαρχούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πειθάρχησα | θα πειθαρχήσω | να πειθαρχήσω | πειθαρχήσει | ||
| β' ενικ. | πειθάρχησες | θα πειθαρχήσεις | να πειθαρχήσεις | πειθάρχησε | ||
| γ' ενικ. | πειθάρχησε | θα πειθαρχήσει | να πειθαρχήσει | |||
| α' πληθ. | πειθαρχήσαμε | θα πειθαρχήσουμε | να πειθαρχήσουμε | |||
| β' πληθ. | πειθαρχήσατε | θα πειθαρχήσετε | να πειθαρχήσετε | πειθαρχήστε | ||
| γ' πληθ. | πειθάρχησαν πειθαρχήσαν(ε) |
θα πειθαρχήσουν(ε) | να πειθαρχήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πειθαρχήσει | είχα πειθαρχήσει | θα έχω πειθαρχήσει | να έχω πειθαρχήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πειθαρχήσει | είχες πειθαρχήσει | θα έχεις πειθαρχήσει | να έχεις πειθαρχήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πειθαρχήσει | είχε πειθαρχήσει | θα έχει πειθαρχήσει | να έχει πειθαρχήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πειθαρχήσει | είχαμε πειθαρχήσει | θα έχουμε πειθαρχήσει | να έχουμε πειθαρχήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πειθαρχήσει | είχατε πειθαρχήσει | θα έχετε πειθαρχήσει | να έχετε πειθαρχήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πειθαρχήσει | είχαν πειθαρχήσει | θα έχουν πειθαρχήσει | να έχουν πειθαρχήσει |
| |
Μεταφράσεις
πειθαρχώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.