διαταγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαταγή | οι | διαταγές |
| γενική | της | διαταγής | των | διαταγών |
| αιτιατική | τη | διαταγή | τις | διαταγές |
| κλητική | διαταγή | διαταγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαταγή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή διαταγή[1] < διατάσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.taˈʝi/ & /ðʝa.taˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τα‐γή
Ουσιαστικό
διαταγή θηλυκό
- γραπτό ή προφορικό κείμενο με το οποίο άτομο ή ομάδα ή φορέας απευθύνεται σε έναν κατώτερο και του αναθέτει ένα έργο που πρέπει αυτός υποχρεωτικά να διεκπεραιώσει ή του απαγορεύει να κάνει συγκεκριμένα πράγματα
- ↪ στρατιωτική διαταγή - διαταγή του προέδρου - αυστηρή διαταγή
- (στον πληθυντικό) → δείτε διαταγές: το δικαίωμα που έχει κάποιος να διατάζει, η διοικητική ευθύνη, η αρχηγία
- (οικονομία, τραπεζικές εργασίες) διαταγή πληρωμής: γραπτή εντολή προς την τράπεζα για την πληρωμή ενός ποσού
Εκφράσεις
- μέχρι νεοτέρας (διαταγής)
Μεταφράσεις
διαταγή
|
Αναφορές
- διαταγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διαταγή | αἱ | διαταγαί |
| γενική | τῆς | διαταγῆς | τῶν | διαταγῶν |
| δοτική | τῇ | διαταγῇ | ταῖς | διαταγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | διαταγήν | τὰς | διαταγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διαταγή | διαταγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαταγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαταγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαταγή < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- διαταγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαταγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.