ἄρχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂érgʰ- (ἄρχω). Συνδέεται με το ομηρικό ὄρχαμος (αρχηγός, προπορευόμενος). Πιθανόν και με τη μυκηναϊκή 𐀃𐀏 (o-ka). • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ἀρχ-, ἀρκτ-
ἀρχ-, ἀρκτ-
(Χρειάζεται πλήρες το ετυμολογικό πεδίο)
Σύνθετα
σύνθετα του ρήματος:
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἄρχω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἄρχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄρχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.