παράκληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παράκληση | οι | παρακλήσεις |
| γενική | της | παράκλησης* | των | παρακλήσεων |
| αιτιατική | την | παράκληση | τις | παρακλήσεις |
| κλητική | παράκληση | παρακλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, παρακλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παράκληση < αρχαία ελληνική παράκλησις < παρακαλώ < παρά + καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.kli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρά‐κλη‐ση
Ουσιαστικό
παράκληση θηλυκό
- η διαδικασία, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακαλώ, η ευγενική και ικετευτική κλήση για βοήθεια, εξυπηρέτηση, χάρη, συνδρομή κ.λπ.
- άλλες μορφές: παρακάλεση, παρακάλεμα, παρακάλεσμα, παρακαλετό, παρακάλι, παρακάλιο
- (θρησκεία) θρησκευτική ακολουθία
- Υπώνυμα: μικρή παράκληση / μικρός παρακλητικός κανόνας, μεγάλη παράκληση / μεγάλος παρακλητικός κανόνας
Συνώνυμα
-
- (αίτημα)
- (αίτηση)
- (απεύθυνση)
- (δέηση)
- έκκληση
- εκλιπάρηση
- (επίκληση)
- θερμοπαρακάλια
- ικεσία
- καθικέτευση
- παρακάλι
- παρακάλια
- παρακάλιο
- παρακάλεση
- παρακάλεσμα
- παρακαλετό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.