αίτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίτηση οι αιτήσεις
      γενική της αίτησης* των αιτήσεων
    αιτιατική την αίτηση τις αιτήσεις
     κλητική αίτηση αιτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίτηση < αρχαία ελληνική αἴτησις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ti.si/

Ουσιαστικό

αίτηση θηλυκό

  1. το να ζητά κανείς κάτι, επιδίωξη, απαίτηση, παράκληση
  2. έγγραφη, κυρίως, αναφορά ενός ιδιώτη προς κάποια Αρχή, με την οποία ζητά κάτι
  3. το ίδιο το έγγραφο στο οποίο διατυπώνεται η έγγραφη αναφορά

Συνώνυμα

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.