αίτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αίτημα | τα | αιτήματα |
| γενική | του | αιτήματος | των | αιτημάτων |
| αιτιατική | το | αίτημα | τα | αιτήματα |
| κλητική | αίτημα | αιτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίτημα < αρχαία ελληνική αἴτημα < αἰτέω
Ουσιαστικό
αίτημα ουδέτερο
Εκφράσεις
- κατόπιν αιτήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.