αίτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίτημα τα αιτήματα
      γενική του αιτήματος των αιτημάτων
    αιτιατική το αίτημα τα αιτήματα
     κλητική αίτημα αιτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίτημα < αρχαία ελληνική αἴτημα < αἰτέω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ti.ma/
ομόηχα: έτοιμα, έτυμα

Ουσιαστικό

αίτημα ουδέτερο

  1. κάτι το οποίο ζητά ή απαιτεί επίσημα κάποιος να γίνει ή να πραγματοποιηθεί
    το αίτημα των μαθητών για λιγότερες ώρες μαθήματος απορρίφθηκε

Εκφράσεις

  • κατόπιν αιτήματος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.