παρακάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | παρακάλιο | τα | παρακάλια |
| γενική | του | παρακάλιου | των | παρακάλιων |
| αιτιατική | το | παρακάλιο | τα | παρακάλια |
| κλητική | παρακάλιο | παρακάλια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρακάλιο < παρακαλώ + -ιο (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Μεταφράσεις
παρακάλιο
|
- παρακάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.