παράκλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παράκλησῐς | αἱ | παρακλήσεις |
| γενική | τῆς | παρακλήσεως | τῶν | παρακλήσεων |
| δοτική | τῇ | παρακλήσει | ταῖς | παρακλήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παράκλησῐν | τὰς | παρακλήσεις |
| κλητική ὦ! | παράκλησῐ | παρακλήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακλήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρακλησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
παράκλησις < παρακαλέω / παρακαλῶ, παρακλη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρό- + κλῆσις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παράκληση με διαφορετική σημασία
Πηγές
- παράκλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράκλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.