entreaty

Αγγλικά (en)

Προφορά

/ɪnˈtriːti/

Ετυμολογία

ύστερα μεσοαγγλικά: entreaty (με την σημασία «μεταχείριση, διαχείριση»· παλαιότερη παράλληλα ισχύουσα γραφή "intreaty") < ύστερα μεσοαγγλικά: entreat (με την σημασία «μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι σε (κάποιον)»· παλαιότερη παράλληλα ισχύουσα γραφή "intreat") < παλαιογαλλικά: entraitier, βασισμένο στο traitier (fr) «μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι σε (κάποιον)» < λατινικά: tractare «μεταχειρίζομαι, χειρίζομαι με τα χέρια»

Ουσιαστικό

entreaty (en) (κλιτό και άκλιτο/με ή χωρίς πληθυντικό: entreaties (en))

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.