κανών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| κᾰνων-, κᾰνον- | |||||
| ονομαστική | ὁ | κανών | οἱ | κανόνες | |
| γενική | τοῦ | κανόνος | τῶν | κανόνων | |
| δοτική | τῷ | κανόνῐ | τοῖς | κανόσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | κανόνᾰ | τοὺς | κανόνᾰς | |
| κλητική ὦ! | κανών | κανόνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανόνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | κανόνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- κανών < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κανών, -όνος αρσενικό
- ίσια βέργα που χρησιμοποιείται για να κρατά κάτι σε ευθεία
- κανόνας
- (ελληνιστική σημασία , γραμματική) κανόνας γραμματικής
Συγγενικά
- κανονίας
- κανονικάριος
- κανονικός
- κανόνιον
- κανονίς
- κανόνισμα
- κανονισμός
- κανονιστέον
- κανονιστικός
- κανονίζω
- κανονογραφία
- κανονωτός
Πηγές
- κανών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κανών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.