εκλιπάρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκλιπάρηση | οι | εκλιπαρήσεις |
| γενική | της | εκλιπάρησης* | των | εκλιπαρήσεων |
| αιτιατική | την | εκλιπάρηση | τις | εκλιπαρήσεις |
| κλητική | εκλιπάρηση | εκλιπαρήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκλιπαρήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκλιπάρηση < ελληνιστική κοινή ἐκλιπάρησις < ἐκλιπαρέω / ἐκλιπαρῶ < αρχαία ελληνική λιπαρέω / λιπαρῶ < λιπαρής
Μεταφράσεις
εκλιπάρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.