ικεσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικεσία οι ικεσίες
      γενική της ικεσίας των ικεσιών
    αιτιατική την ικεσία τις ικεσίες
     κλητική ικεσία ικεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ικεσία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱκεσία

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ceˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ικεσία

Ουσιαστικό

ικεσία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.