πάροικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πάροικος οι πάροικοι
      γενική του/της
του
παροίκου
πάροικου
των παροίκων
    αιτιατική τον/την πάροικο τους/τις
τους
παροίκους
πάροικους
     κλητική πάροικε πάροικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πάροικος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πάροικος (που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα) < αρχαία ελληνική πάροικος (γειτονικός) [1]. Δείτε και οἰκία. Συγχρονικά αναλύεται σε πάρ- + οικ(ία + -ος.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpa.ɾi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πάροικος

Ουσιαστικό

πάροικος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μένει κοντά ή δίπλα σε κάποιον άλλο[2]
     συνώνυμα: γείτονας
  2. αλλοδαπός που κατοικεί μόνιμα σε μια ξένη χώρα (ενίοτε χωρίς να έχει πολιτικά δικαιώματα)
  3. αγρότης που εξαρτάται από κάποιον ισχυρό γαιοκτήμονα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παρά και οίκος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πάροικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πάροικος τὸ πάροικον
      γενική τοῦ/τῆς παροίκου τοῦ παροίκου
      δοτική τῷ/τῇ παροίκ τῷ παροίκ
    αιτιατική τὸν/τὴν πάροικον τὸ πάροικον
     κλητική ! πάροικε πάροικον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πάροικοι τὰ πάροικ
      γενική τῶν παροίκων τῶν παροίκων
      δοτική τοῖς/ταῖς παροίκοις τοῖς παροίκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παροίκους τὰ πάροικ
     κλητική ! πάροικοι πάροικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παροίκω τὼ παροίκω
      γεν-δοτ τοῖν παροίκοιν τοῖν παροίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πάροικος < πάρ- + οἰκ(ία + -ος.

Επίθετο

πάροικος, -ος, -ον

  1. γειτονικός, αυτός που μένει κοντά με κάποιον άλλο
  2. (ελληνιστική κοινή) ξένος, αυτός που κατοικεί προσωρινά σε μια χώρα

Συγγενικά

Σύνθετα

  • συμπάροικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.