δουλοπάροικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δουλοπάροικος οι δουλοπάροικοι
      γενική του δουλοπάροικου
& δουλοπαροίκου
των δουλοπάροικων
& δουλοπαροίκων
    αιτιατική τον δουλοπάροικο τους δουλοπάροικους
& δουλοπαροίκους
     κλητική δουλοπάροικε δουλοπάροικοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δουλοπάροικος, λόγια λέξη < δούλος + πάροικος

Ουσιαστικό

δουλοπάροικος αρσενικό

  • ο ακτήμονας καλλιεργητής κατά το Μεσαίωνα που ήταν εξαρτημένος από τη γη που καλλιεργούσε και δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από αυτήν· διέφερε από τον δούλο κατά το ότι δεν αποτελούσε ο ίδιος προσωπικά ιδιοκτησία ενός άλλου ανθρώπου, αλλά αν πουλιόταν η γη που καλλιεργούσε, μεταβιβαζόταν μαζί της και αυτός στον νέο κύριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.