οἰκία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰκί αἱ οἰκίαι
      γενική τῆς οἰκίᾱς τῶν οἰκιῶν
      δοτική τῇ οἰκί ταῖς οἰκίαις
    αιτιατική τὴν οἰκίᾱν τὰς οἰκίᾱς
     κλητική ! οἰκί οἰκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκί
γεν-δοτ τοῖν  οἰκίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οἰκία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

οἰκία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.