παροικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παροικία | οι | παροικίες |
| γενική | της | παροικίας | των | παροικιών |
| αιτιατική | την | παροικία | τις | παροικίες |
| κλητική | παροικία | παροικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παροικία < ελληνιστική κοινή παροικία < αρχαία ελληνική πάροικος < παρά + οἶκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /paɾiˈcia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ροι‐κί‐α
Ουσιαστικό
παροικία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.