ξένη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξένος

Ουσιαστικό

ξένη θηλυκό

  1. φιλοξενούμενη, επισκέπτρια
  2. αλλοδαπή

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ξένη

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.