γειτονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γειτονικός | η | γειτονική | το | γειτονικό |
| γενική | του | γειτονικού | της | γειτονικής | του | γειτονικού |
| αιτιατική | τον | γειτονικό | τη | γειτονική | το | γειτονικό |
| κλητική | γειτονικέ | γειτονική | γειτονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γειτονικοί | οι | γειτονικές | τα | γειτονικά |
| γενική | των | γειτονικών | των | γειτονικών | των | γειτονικών |
| αιτιατική | τους | γειτονικούς | τις | γειτονικές | τα | γειτονικά |
| κλητική | γειτονικοί | γειτονικές | γειτονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γειτονικός < γείτον(ας) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝi.to.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γει‐το‐νι‐κός
Επίθετο
γειτονικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
γειτονικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.