μόνιμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
μόνιμα
<
μόνιμ(ος)
+
-α
Επίρρημα
μόνιμα
διαρκώς
,
πάντα
, σε κάθε περίπτωση,
μονίμως
↪
είναι
μόνιμα
κατσουφιασμένος
για
πάντα
(λέγεται για κάτι που πρόκειται να διαρκέσει, για μια κατάσταση που αναμένεται να είναι σταθερή)
↪
εγκατασταθήκαμε
μόνιμα
στο νέο μας σπίτι
μονίμως
(
λόγιο
)
Μεταφράσεις
μόνιμα
αγγλικά
:
permanently
(en)
γαλλικά
:
invariablement
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.