πολιτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολιτικά < πολιτικός

Επίρρημα

πολιτικά

  1. όσον αφορά την πολιτική εξουσία
  2. από πολιτική άποψη

Ουσιαστικό

πολιτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. η πολιτική, η διαχείριση θεμάτων που αφορούν όλο τον πληθυσμό ενός κράτους ή μεγάλο μέρος του

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολιτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.