πολιτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολιτικά < πολιτικός
Ουσιαστικό
πολιτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η πολιτική, η διαχείριση θεμάτων που αφορούν όλο τον πληθυσμό ενός κράτους ή μεγάλο μέρος του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.