παροικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παροικώ < ελληνιστική κοινή παροικέω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παροικέω < πάροικος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παροικώ | παροικούσα | θα παροικώ | να παροικώ | παροικώντας | |
| β' ενικ. | παροικείς | παροικούσες | θα παροικείς | να παροικείς | (παροίκει) | |
| γ' ενικ. | παροικεί | παροικούσε | θα παροικεί | να παροικεί | ||
| α' πληθ. | παροικούμε | παροικούσαμε | θα παροικούμε | να παροικούμε | ||
| β' πληθ. | παροικείτε | παροικούσατε | θα παροικείτε | να παροικείτε | παροικείτε | |
| γ' πληθ. | παροικούν(ε) | παροικούσαν(ε) | θα παροικούν(ε) | να παροικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παροίκησα | θα παροικήσω | να παροικήσω | παροικήσει | ||
| β' ενικ. | παροίκησες | θα παροικήσεις | να παροικήσεις | παροίκησε | ||
| γ' ενικ. | παροίκησε | θα παροικήσει | να παροικήσει | |||
| α' πληθ. | παροικήσαμε | θα παροικήσουμε | να παροικήσουμε | |||
| β' πληθ. | παροικήσατε | θα παροικήσετε | να παροικήσετε | παροικήστε | ||
| γ' πληθ. | παροίκησαν παροικήσαν(ε) |
θα παροικήσουν(ε) | να παροικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παροικήσει | είχα παροικήσει | θα έχω παροικήσει | να έχω παροικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παροικήσει | είχες παροικήσει | θα έχεις παροικήσει | να έχεις παροικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παροικήσει | είχε παροικήσει | θα έχει παροικήσει | να έχει παροικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παροικήσει | είχαμε παροικήσει | θα έχουμε παροικήσει | να έχουμε παροικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παροικήσει | είχατε παροικήσει | θα έχετε παροικήσει | να έχετε παροικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παροικήσει | είχαν παροικήσει | θα έχουν παροικήσει | να έχουν παροικήσει |
| |
Μεταφράσεις
παροικώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.