νόσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόσος οι νόσοι
      γενική της νόσου των νόσων
    αιτιατική τη νόσο τις νόσους
     κλητική νόσε νόσοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νόσος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈno.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νόσος

Ουσιαστικό

νόσος θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόσος αἱ νόσοι
      γενική τῆς νόσου τῶν νόσων
      δοτική τῇ νόσ ταῖς νόσοις
    αιτιατική τὴν νόσον τὰς νόσους
     κλητική ! νόσε νόσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόσω
γεν-δοτ τοῖν  νόσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόσος < λείπει η ετυμολογία

  • ιωνικός & επικός τύπος: νοῦσος

Ουσιαστικό

νόσος, -ου θηλυκό

  1. ασθένεια, αρρώστια
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 10. Ἱπποκλεῖ Θεσσαλῷ παιδὶ διαυλοδρόμῳ, 42 (10.42-10.43)
    νόσοι δ᾽ οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται | ἱερᾷ γενεᾷ·
    κι ούτε οι αρρώστιες ούτε τα φριχτά γεράματα | την άγια αυτή γενιά δεν βασανίζουν·
    Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 87.1
    Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἡ νόσος τὸ δεύτερον ἐπέπεσε τοῖς Ἀθηναίοις, ἐκλιποῦσα μὲν οὐδένα χρόνον τὸ παντάπασιν, ἐγένετο δέ τις ὅμως διοκωχή.
    Τον επόμενο χειμώνα η επιδημία ξανάρθε για δεύτερη φορά στην Αθήνα. Δεν είχε ποτέ εξαφανιστεί εντελώς, αλλά είχε σημειώσει ύφεση.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Ἠθικά, Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον, 160b
    μὴ μόνον τοῦ ζῆν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποθνῄσκειν τὴν τροφὴν ἐφόδιον οὖσαν. ἐκ ταύτης γὰρ αἱ νόσοι, συντρεφόμεναι τοῖς σώμασιν οὐκ ἔλαττον ἐνδείας κακὸν ἔχουσι τὴν πλήρωσιν· πολλάκις δὲ καὶ μεῖζόν ἐστιν ἔργον τοῦ πορίσαι τροφὴν καὶ συναγαγεῖν τὸ καταναλῶσαι καὶ διαφορῆσαι πάλιν εἰς τὸ σῶμα παραγενομένην.
    η τροφή συντελεί όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στον θάνατο. Γιατί, μαζί με τα σώματα, από αυτήν τρέφονται και οι αρρώστιες, βρίσκοντας στην πλήρωση ένα κακό όχι μικρότερο από αυτό που προκαλεί η έλλειψη· και δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που η αφομοίωση της τροφής —από τη στιγμή που έχει εισαχθεί στο σώμα— και ύστερα η κατανομή της είναι πιο δύσκολο πράγμα από την εξασφάλιση και τη συγκέντρωσή της.
    Κείμενο & Μετάφραση (2004): Λυπουρλής, Δημήτριος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greeklanguage.gr
  2. (γενικότερα) στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη
  3. διανοητική ασθένεια
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 750 (750-751)
    πῶς τάδ᾽ οὐ νόσος φρενῶν | εἶχε παῖδ᾽ ἐμόν;
    λοιπόν πώς δεν ήταν του νου βλάβη | που έπιασε το γιο μου αυτή;
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greeklanguage.gr
  4. πληγή, δηλητήριο
  5. (για πολιτικά καθεστώτα) αναρχία
  6. (μεταφορικά) όλεθρος, καταστροφή, μάστιγα, πανούκλα
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 322d
    καὶ νόμον γε θὲς παρ᾽ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως.
    Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας».
    Μετάφραση (2009): Ηλίας Σπυρόπουλος. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος. @greeklanguage.gr

Συγγενικά

  • ἀκεσσίνοσος
  • ἀνειμένοσος
  • ἄνοσος
  • ἐπίνοσος
  • νευρόνοσος
  • νοσίζω
  • νοσοβαρής
  • νοσοεργός
  • νοσογνωμονικός
  • νοσογνώμων
  • νοσόθυμος
  • νοσοκομεῖον
  • νοσοκομέω (και τα παράγωγά του)
  • νοσολογέω
  • νοσολύτης
  • νοσομελής
  • νοσοποιέω
  • νοσοποιός
  • νοσοτροφία
  • νοσοτυφέω
  • νοσοφόρος
  • νοσώδης
  • νόσωσις
  • παυσίνοσος
  • πολύνοσος
  •  και δείτε τις λέξεις νοσέω και νοσηλεύω

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.