νοσοκομεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | νοσοκομεῖον | τὰ | νοσοκομεῖᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | νοσοκομείου | τῶν | νοσοκομείων | ||||
| δοτική | τῷ | νοσοκομείῳ | τοῖς | νοσοκομείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | νοσοκομεῖον | τὰ | νοσοκομεῖᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | νοσοκομεῖον | νοσοκομεῖᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νοσοκομείω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | νοσοκομείοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- νοσοκομεῖον < νοσοκόμ(ος) + -εῖον. Μορφολογικά αναλύεται σε νοσο- + -κομεῖον
Πηγές
- νοσοκομεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.