επιληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιληψία | οι | επιληψίες |
| γενική | της | επιληψίας | των | επιληψιών |
| αιτιατική | την | επιληψία | τις | επιληψίες |
| κλητική | επιληψία | επιληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιληψία < αρχαία ελληνική ἐπιληψία < ἐπιλαμβάνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.liˈpsi.a/
Ουσιαστικό
επιληψία θηλυκό
- (ιατρική) παροξυσμική διαταραχή του εγκεφάλου με απώλεια αισθήσεων, κατά την οποία εκπέμπονται ανώμαλα εγκεφαλικά ηλεκτρικά σήματα
- ※ Στην επιληψία, της οποίας η αιτιολογία ποικίλει, η κανονική λειτουργία του εγκεφάλου διαταράσσεται προκαλώντας ασυνήθιστη συμπεριφορά, αντίληψη, αισθήματα, σπασμούς, συσπάσεις μυών και απώλεια συνείδησης (λιποθυμία).
Συνώνυμα
Συγγενικά
- επιληπτικός
- → δείτε τη λέξη λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.