νόσημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νόσημα τα νοσήματα
      γενική του νοσήματος των νοσημάτων
    αιτιατική το νόσημα τα νοσήματα
     κλητική νόσημα νοσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νόσημα < αρχ. νόσημα

Ουσιαστικό

νόσημα ουδέτερο

  • η αρρώστια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.