αναρχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρχία οι αναρχίες
      γενική της αναρχίας των αναρχιών
    αιτιατική την αναρχία τις αναρχίες
     κλητική αναρχία αναρχίες
ο πληθυντικός πολύ σπάνιος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναρχία < αρχαία ελληνική ἀναρχία (στερητικό ἀν- + ἀρχός)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naɾˈçia/

Ουσιαστικό

αναρχία θηλυκό

  1. η ανυπαρξία αρχής, εξουσίας
    κεντρικός πυλώνας της οντολογίας του ρεαλισμού είναι η κοσμοαντίληψη πως οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται σε ένα σύστημα διεθνούς αναρχίας
  2. η αταξία, το χάος, ως αποτέλεσμα της απουσίας της κρατικής παρέμβασης ή γενικότερα της έλλειψης ρυθμιστικών κανόνων
  3. η πολιτική ιδεολογία του αναρχισμού που πρεσβεύει την αυτοοργάνωση, την αυτοδιαχείριση, με αποτέλεσμα την απουσία της κρατικής παρέμβασης και τη δημιουργία ρυθμιστικών κανόνων από τον ίδιο τον λαό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.