choroba

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική choroba choroby
γενική choroby chorób
δοτική chorobie chorobom
αιτιατική chorobę choroby
οργανική chorobą chorobami
τοπική chorobie chorobach
κλητική chorobo choroby

Προφορά

ΔΦΑ : /xɔˈrɔ.ba/
 

Ουσιαστικό

choroba (pl) θηλυκό

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος

Αντώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη chorować



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

choroba (cs) θηλυκό

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.