άνοσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνοσος η άνοση το άνοσο
      γενική του άνοσου της άνοσης του άνοσου
    αιτιατική τον άνοσο την άνοση το άνοσο
     κλητική άνοσε άνοση άνοσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνοσοι οι άνοσες τα άνοσα
      γενική των άνοσων των άνοσων των άνοσων
    αιτιατική τους άνοσους τις άνοσες τα άνοσα
     κλητική άνοσοι άνοσες άνοσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άνοσος < αρχαία ελληνική ἄνοσος < ἀ- + νόσος

Επίθετο

άνοσος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.