μηχανοποίητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηχανοποίητος η μηχανοποίητη το μηχανοποίητο
      γενική του μηχανοποίητου της μηχανοποίητης του μηχανοποίητου
    αιτιατική τον μηχανοποίητο τη μηχανοποίητη το μηχανοποίητο
     κλητική μηχανοποίητε μηχανοποίητη μηχανοποίητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηχανοποίητοι οι μηχανοποίητες τα μηχανοποίητα
      γενική των μηχανοποίητων των μηχανοποίητων των μηχανοποίητων
    αιτιατική τους μηχανοποίητους τις μηχανοποίητες τα μηχανοποίητα
     κλητική μηχανοποίητοι μηχανοποίητες μηχανοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μηχανοποίητος < μηχανή + -ο- + -ποίητος

Επίθετο

μηχανοποίητος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.